πνοόμετρο

πνοόμετρο
το, Ν
όργανο για την καταμέτρηση τής ζωτικότητας τού πνεύμονα, δηλαδή τού μέγιστου όγκου αέρα που μπορεί κανείς να εκπνεύσει ύστερα από παρατεταμένη εισπνοή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”